τραγόμορφος

τραγόμορφος
-η, -ο
αυτός που έχει μορφή τράγου, όμοιος με τράγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραγόμορφος — η, ο, Ν όμοιος με τράγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] …   Dictionary of Greek

  • τραγοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τράγο, τραγόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”